- φίλυδρος
- -η, -ο / φίλυδρος, -ον, ΝΜΑ(για φυτό) αυτός που αναπτύσσεται στο νερό, που χρειάζεται πολύ νερό για να αναπτυχθείνεοελλ.1. υδρόφιλος («φίλυδρο βαμβάκι»)2. το αρσ. ως ουσ. ο φίλυδροςζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους κολεόπτερων εντόμων3. το ουδ. ως ουσ. το φίλυδροβοτ. γένος δικότυλων αγγειόσπερμων φυτών τής οικογένειας φιλυδρίδεςαρχ.(για άλογο) αυτός που τού αρέσει το λουτρό, το νερό («φιλόλουτρον τὸ ζῷον καὶ φίλυδρον», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -υδρος (< ὕδωρ*, ὕδατος), πρβλ. χέρσ-υδρος].
Dictionary of Greek. 2013.